Τρίτη, 12 Ιουλίου 2022

Η Αθήνα και ο Πειραιάς κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Η Αθήνα και ο Πειραιάς κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Η Αθήνα

Ο 5ος αι. π.Χ. αποτελεί για την Αθήνα περίοδο μεγάλης ακμής, καθώς μετά την οριστική ήττα των Περσών (480/79 π.Χ.), η εντελώς κατεστραμμένη Αθήνα από την εισβολή των Περσών, ανοικοδομείται και σταδιακά θα εξελιχθεί σε κυρίαρχη δύναμη.
Την επαύριο της περσικής λεηλασίας, όπως είναι φυσικό, η Αθήνα μένει εντελώς ανοχύρωτη. Μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και την οριστική απομάκρυνση των εχθρικών δυνάμεων από τα ελληνικά εδάφη, πρωταρχική μέριμνα του Θεμιστοκλέους αποτέλεσε η οχύρωση της πόλης.

Έτσι, μέσα σε ένα διάστημα ενός μόλις έτους, νέα οχύρωση δημιουργήθηκε, το «Θεμιστόκλειο τείχος» ή «Θεμιστόκλεια οχύρωση» όπως ονομάστηκε, η οποία ωστόσο έγινε αρκετά βιαστικά, λόγω του σπαρτιατικού κινδύνου.

Για την κατασκευή του τείχους χρησιμοποίησαν και ενσωμάτωσαν πέτρες και μάρμαρα από τα κτίρια που είχαν ήδη καταστραφεί από τους Πέρσες, αλλά και μαρμάρινες στήλες από τους τάφους. Η κυκλική οχύρωση του Θεμιστόκλειου τείχους, με τις 13 πύλες της, περιέβαλλε ολόκληρο το Άστυ και αποτέλεσε την εξωτερική γραμμή άμυνας για πολλούς αιώνες. Το τείχος, χώρισε τον Κεραμεικό σε «Έσω» και «Έξω» , όπου τον «Έσω» Κεραμεικό αποτελούσε μια περιοχή με δημόσια κτίρια, σπίτια, εργαστήρια και τον «Έξω» αποτελούσε η «νεκρόπολη». Εκεί, εκτός από τα πολυτελή ταφικά μνημεία, ξεχώριζε και το «Δημόσιον Σήμα», ο τιμημένος δηλαδή χώρος ταφής των επιφανών πολιτικών και όσων έχασαν τη ζωή τους στη μάχη για την υπεράσπιση της πατρίδας. Λείψανα της «Θεμιστόκλειας οχύρωσης» σώζονται σε διάφορα σημεία του Κεραμεικού καθώς και κοντά στο Ολυμπιείο, το οποίο ήταν φυσικά εντός του περιβόλου του τείχους. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.), οι ηττημένοι Αθηναίοι, αναγκάστηκαν από τους Σπαρτιάτες να καταστρέψουν όλα τα τείχη της πόλης (του Άστεως, του Πειραιά και τα Μακρά τείχη), μεγάλο μέρος των οποίων ξαναχτίστηκε μετά την καταστροφή του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο από τον περσικό στόλο, του οποίου ηγούνταν ο Αθηναίος Κόνων (394 π.Χ.).

Στην περιοχή του Κεραμεικού βρισκόταν η επίσημη είσοδος της πόλης, οι Θριάσιες Πύλες ή Δίπυλον (ονομασία που καθιερώθηκε από τον 4ο αι. π.Χ. , όταν χτίστηκε ενισχυμένη διπλή πύλη), από όπου περνούσε η οδός των Παναθηναίων. Νοτιότερα ανοίχθηκε η Ιερά Πύλη, από όπου περνούσε η πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Χάρη στην οικονομική ευμάρεια της πόλης, ο Περικλής εφάρμοσε ένα οικοδομικό πρόγραμμα χωρίς προηγούμενο, με επίκεντρο τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Μέριμνα δόθηκε στη κατασκευή νέων ναών στη θέση των κατεστραμμένων, με πρώτο τον μεγάλο εκατόμπεδο ναό της Αθήνας, στη θέση του οποίου αποφάσισαν να χτίσουν έναν μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό για τη θεά, τον σημερινό Παρθενώνα. Στη νότια πλαγιά, οι τέχνες στεγάστηκαν σε θέατρο και ωδείο, και γύρω από τον βράχο δημιουργήθηκε ο Περίπατος, που έγινε η αγαπημένη βόλτα των Αθηναίων. Σημαντικές οικοδομικές επεμβάσεις έγιναν και στην Αγορά, η οποία πήρε τη μορφή ενός μεγάλου οικοδομικού συνόλου με κεντρική ανοιχτή πλατεία, την οποία περιέβαλλαν ναοί, βωμοί, δημόσια κτίρια καθώς και πλήθος αγαλμάτων. Σε κάποια σημεία της υπήρχαν κρήνες και πολλά δέντρα, πλατάνια, ελιές και βελανιδιές, που προσέφεραν δροσιά τις ζεστές ημέρες. Σκοπός του προγράμματος αυτού δεν ήταν μόνο ο στολισμός της Αθήνας και η προβολή της δύναμής της κάνοντάς την τη λαμπρότερη πόλη της Ελλάδας, αλλά και η μέριμνα να αποκτήσουν δουλειά τόσοι τεχνίτες και εργάτες στην πόλη καθώς και να καταστεί η ίδια το κέντρο των τεχνών.

Κατά βάση, η ελληνική πόλη οργανώνεται και αναπτύσσεται γύρω από το ανάκτορο, την ακρόπολη ή την αγορά, και ακολουθεί τη λογική που υποδεικνύει πως όπως ο κόσμος και ο άνθρωπος, έτσι και η πόλη αναπτύσσεται γύρω από το κέντρο της. Συναντώνται δύο βασικές μορφές αρχαίων πόλεων. Στην πρώτη, στην οποία ανήκει η Αθήνα και στη δεύτερη, στην οποία ανήκει ο Πειραιάς και θα τη δούμε παρακάτω.

Στην περίπτωση της Αθήνας, η πόλη αναπτυσσόταν με φυσική μεγέθυνση, ακολουθούσε δηλαδή μία ακανόνιστη πορεία ανάπτυξης. Η Αθήνα αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από την κατηγορία των πόλεων που αναπτύχθηκαν μέσα από φυσική μεγέθυνση. Η ανάπτυξή της μέσω της φυσικής μεγέθυνσης αποδείχθηκε χρήσιμη για την ασφάλειά της σε περιόδους πολέμου, γιατί δυσκόλευε την είσοδο του εχθρικού στρατού και την αναγνώριση από τους επιδρομείς του εσωτερικού της πόλης. Η ανάπτυξή της έγινε σε ευρύτερους κύκλους γύρω από την Ακρόπολη, ενώ σημαντικό στοιχείο υπήρξε και ο σχηματισμός ενός δεύτερου πυρήνα στο χαμηλότερο σημείο, που ήταν η Αγορά. Το κέντρο της Αθήνας αποτελούσε τη μόνη οργανωμένη σχεδιαστικά αστική περιοχή, καθώς περιμετρικά της απλώνονταν με εντελώς άναρχο τρόπο οι οικιστικές περιοχές. Τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν ακανόνιστου σχήματος, ενώ οι συνθήκες υγιεινής ήταν σε κακό επίπεδο. Την ίδια τάση του άναρχου τρόπου εξέλιξης του πολεοδομικού ιστού της πόλης, ακολουθεί και το οδικό της δίκτυο, επιβαρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τον ήδη χαλαρό πολεοδομικό της ιστό.
Οι κατοικήσιμες περιοχές, όπως ήδη αναφέραμε, απλώνονταν γύρω από την Ακρόπολη και την Αγορά. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατοικούσε στις νοτιοδυτικές συνοικίες της Κοίλης και της Μελίτης, που ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένες. Οι ιδιωτικές οικίες, παρόλο που διέφεραν μεταξύ τους, είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά.Οι Αθηναίοι έκτιζαν «αττικώς» τα σπίτια τους, δηλαδή άναρχα, χωρίς κανέναν σχεδιασμό. Το σχέδιό τους, δηλαδή, δεν υποτασσόταν σε αυστηρούς δομικούς κανόνες και έτσι προκύπτει η ποικιλομορφία στη διαμόρφωσή τους, τόσο στην εσωτερική τους διαρρύθμιση, όσο και στο ευρύτερο οικοδομικό συγκρότημα όπου και ανήκαν. Επίσης, οι αθηναϊκές οικίες, δεν είχαν σταθερό μέγεθος ή συγκεκριμένη αρχιτεκτονική διάρθρωση. Έδειχναν δε εντελώς απεριποίητες συγκριτικά με τα δημόσια κτίρια, για τα οποία υπήρχε μεγάλη φροντίδα. Όπως φαίνεται, λοιπόν, οι πολίτες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη δημόσια ζωή, παρά για την πολυτέλεια στην καθημερινότητά τους.

Η μέση αθηναϊκή οικία ήταν μικρών σχετικά διαστάσεων, φτιαγμένη από ευτελή υλικά, με θεμελίωση από ακατέργαστους λίθους με πηλοκονίαμα, ανωδομή από πλίνθους και ξύλινη δίρριχτη στέγη. Αποτελούνταν από μία σειρά δωματίων που ήταν διατεταγμένα γύρω από μία κεντρική αυλή, η οποία προσέφερε αέρα και φως στο σπίτι. Υπήρχαν για λόγους ασφαλείας πόρτες και παράθυρα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Τα δάπεδα εσωτερικά των οικιών ήταν φτιαγμένα από πατημένο χώμα ή πηλό. Η κύρια αίθουσα του σπιτιού ήταν ο ανδρώνας και προοριζόταν για τη διασκέδαση των ανδρών της οικογένειας και πολλές φορές ήταν τοποθετημένος στη βόρεια πλευρά της αυλής, με πρόσοψη προς τα νότια, για να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο τον ήλιο και τη ζέστη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Συνήθως είχε μωσαϊκό δάπεδο και υπήρχε μία ελαφριά κλίση στο χείλος περιμετρικά της αίθουσας, έτσι ώστε να διευκολύνεται η υποδοχή των επίπλων εστίασης (πάγκοι, ανάκλιντρα, κ.ά.). Οι λειτουργίες των υπόλοιπων δωματίων του σπιτιού δεν είναι πάντα εύκολο να αναγνωριστούν, σε κάποιες όμως περιπτώσεις τα ευρήματα μας παρέχουν πολλές πληροφορίες. Παραδείγματος χάριν, ένα μικρό δωμάτιο με αποχέτευση, είναι πολύ πιθανό να ταυτιστεί με αποχωρητήριο ή χώρο λουτρού, ενώ μία συλλογή από εξαρτήματα αργαλειού μας οδηγεί στα δωμάτια των γυναικών, τον αντίστοιχο του ανδρώνα, γυναικωνίτη. Έχουν βρεθεί, επίσης, πολλά μαγειρικά σκεύη, που μας οδηγούν σε μία κουζίνα, κ.ο.κ. Τέλος, η τροφοδοσία του σπιτιού με νερό γινόταν κυρίως από πηγάδι που πιθανότατα υπήρχε στην αυλή. 

Ο Πειραιάς
Παράλληλα με την οχύρωση της Αθήνας, την επαύριο των Περσικών πολέμων, ξεκίνησε και η συμπλήρωση της οχύρωσης των λιμένων του Πειραιώς, που είχε ήδη εγκαινιάσει ο Θεμιστοκλής ως άρχων το 493/2 π.Χ., τη λεγόμενη «Θεμιστόκλεια οχύρωση», όπως προαναφέραμε. Λίγα χρόνια αργότερα, έφερε εις πέρας το εγχείρημα αυτό, ο Κίμων, στις ημέρες του οποίου είχε προχωρήσει η οικοδόμηση των Μακρών Τειχών, δηλαδή του Φαληρικού και του Βόρειου τείχους (459-456 π.Χ.). Τα τείχη αυτά, συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά. Λίγο αργότερα, κατά τα έτη 446-443 π.Χ., η οικοδόμηση των Μακρών Τειχών συμπληρώθηκε με την ανέγερση του Νότιου ή διάμεσου τείχους ανάμεσα στο Φαληρικό και το Βόρειο τείχος, έργο που υλοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Περικλέους. Μετά τη νίκη των Σπαρτιατών εναντίον των Αθηναίων, ανάμεσα στους όρους των νικητών ήταν η κατεδάφιση, εκτός των άλλων, και των Μακρών Τειχών. Έπειτα, όμως, από την νίκη του Κίμωνα εναντίον των Σπαρτιατών στη Κνίδο, οι Αθηναίοι τα ξαναέχτισαν.
Ο Πειραιάς τον 5ο αι. π.Χ. αναδείχθηκε σε υποδειγματικό λιμάνι , όταν ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να μεταφέρουν εκεί το επίνειό τους. Η επιλογή του Θεμιστοκλή αποδείχθηκε επιτυχής, καθώς με τα φυσικά πλεονεκτήματά του και τα έργα που έγιναν αργότερα εκεί, ο Πειραιάς αποδείχθηκε ασφαλέστατο εμπορικό και πολεμικό λιμάνι.

Σε αντίθεση με την Αθήνα, που όπως αναφέραμε αναπτύχθηκε με φυσική μεγέθυνση, ο Πειραιάς ανήκει στην άλλη κατηγορία των αρχαίων ελληνικών πόλεων και κτίστηκε με βάση το ιπποδάμειο σύστημα. Ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος ήταν φιλόσοφος και καινοτόμος αρχιτέκτονας-πολεοδόμος της κλασικής περιόδου (498 -408 π.Χ.) και είναι γνωστός ως ο πατέρας της πολεοδομίας, καθώς ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον ορθολογισμό στον σχεδιασμό των πόλεων, έναντι της μέχρι τότε χαώδους κατάστασης που επικρατούσε.Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Ιππόδαμος ήταν ο πρωτοπόρος της πολεοδομίας, σχεδίασε μια «ιδανική πόλη» για 10.000 πολίτες τριών τάξεων και όπως αναφέρει «ορισμένοι τον θεωρούσαν υπερβολικό, με τα μακριά μαλλιά του, τον ακριβό στολισμό και την ίδια φθηνή και ζεστή ενδυμασία που φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι». Οι απαρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού βρίσκονται στη Μίλητο, όπου ο ορθοκανονικός σχεδιασμός εφαρμόστηκε για πρώτη φορά. Η σχέση του με τον Πειραιά υπήρξε καθοριστική, αφού ο σχεδιασμός της πόλης του Πειραιά αποτελεί το σημαντικότερο έργο του.

Το ιπποδάμειο σύστημα βασίζεται στη δημιουργία ενός δικτύου παράλληλων και κάθετων μεταξύ τους ευθύγραμμων δρόμων, που τέμνονται έτσι, ώστε τα οικοδομικά τετράγωνα που δημιουργούνται να είναι κανονικά και να διευκολύνουν τη χάραξη οικοπέδων ίσου εμβαδού. Οι θέσεις των δημόσιων κτιρίων, των πλατειών, των ναών αλλά και των κατοικιών, καθορίζονταν έτσι με ακρίβεια. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός του Ιππόδαμου προέβλεπε ακόμη και την υδροδότηση των πόλεων, όπως και τον σωστό ηλιασμό των κατοικιών, με βάση τον προσανατολισμό τους, στα πλαίσια της υγιεινής διαβίωσης στην πόλη. Γενικότερα , το Ιπποδάμειο σύστημα δεν είχε σκοπό μόνο τη χάραξη ενός ορθοκανονικού πολεοδομικού ιστού, αλλά και την ορθολογικότητα στις λειτουργίες της πόλης συνολικά. Σύμφωνα με τον Ιππόδαμο, η ιδανική πόλη πρέπει να έχει 10.000 κατοίκους. Ο ίδιος, ανάμεσα στα υπόλοιπα που έκανε, διαίρεσε τη γη σε τρεις μορφές ιδιοκτησίας: σε ιερή, σε δημόσια και σε ιδιωτική. Η ιερή περιλάμβανε την κρατική ιδιοκτησία που χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικές λειτουργίες και σκοπούς, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία ενός ιερού. Η δημόσια προοριζόταν για την ικανοποίηση των δημόσιων αναγκών. Τέλος, η ιδιωτική μορφή ιδιοκτησίας αφορούσε τους γεωργούς και σύμφωνα με αυτή κάθε γεωργός θα είχε τη δική του γη, χωρίς να ξεπερνά όμως ένα συγκεκριμένο όριο.
Έτσι, ο Πειραιάς έγινε πρότυπο πόλης και σταδιακά το έργο του Ιππόδαμου απλώθηκε σε όλο τον μητροπολιτικό και αποικιακό ελληνισμό, από τη Μικρά Ασία (Μίλητος) μέχρι και την Κάτω Ιταλία (Θούριοι).

Εργασία της Ευπραξίας Κελίδου, στο πλαίσιο της πρακτικής της άσκησης στο Μουσείο των Ηρακλειδών
Επιμέλεια κειμένου: Αφροδίτη Παγούνη

ΠΗΓΕΣ

John M. Camp , «Οι αρχαιότητες της Αθήνας και της Αττικής», 2009

Μονιούδη-Γαβαλά Θεοδώρα, «Η ελληνική πόλη από τον Ιππόδαμο στον Κλεάνθη» , 2015

Δημήτρης  Πλάντζος, «Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία», 2016

Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, «Τα τείχη των Αθηνών» http://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Fortification_Walls.aspx

«Η πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας: από την πρώτη κατοίκηση μέχρι σήμερα» -Υπουργείο Πολιτισμού , 2015

«Προσέγγιση των τάσεων εξέλιξης του πολεοδομικού ιστού των ελληνικών πόλεων» , Ερευνητική εργασία – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης , Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Σολιοπούλου Αθηνά 2014